- ἄιδρος
- ἄιδροςunknowingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άιδρος — ἄιδρος, ον (Α) αμαθής, άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ἄιδρις*] … Dictionary of Greek
ἀίδρων — ἄιδρος unknowing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄιδρα — ἄιδρος unknowing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄιδροι — ἄιδρος unknowing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αϊδροδίκης — ἀιδροδίκης, ο (Α) αυτός που αγνοεί το δίκαιο, ο περιφρονητής τού νόμου, ο παράνομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄιδρος + δίκη] … Dictionary of Greek